υποσκαφισμός

υποσκαφισμός
και δ. αν. ὑποσκαριφισμός, ὁ, Α
το καθάρισμα τού σιταριού με λίχνισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + σκαφίς, -ίδος «φτυάρι, σκαπάνη», μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *ὑποσκαφίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”